- εξομοιωτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που εξομοιώνει, που αποβλέπει ή συμβάλλει στην εξομοίωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξομοιωτικός — ή, ό (AM ἐξομοιωτικός, ή, όν) [εξομοίωση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξομοίωση … Dictionary of Greek
ἐξομοιωτικῆς — ἐξομοιωτικός causing similitude fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξομοιωτική — ἐξομοιωτικός causing similitude fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξομοιωτικήν — ἐξομοιωτικός causing similitude fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)